- ουγκιά
- η(λ. λατ.), αγγλική μονάδα βάρους (28,35 γραμμάρια).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οὐγκία — οὐγκίᾱ , οὐγκία uncia fem nom/voc/acc dual οὐγκίᾱ , οὐγκία uncia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουγκιά — Μονάδα βάρους, σε χρήση και στην Ελλάδα κυρίως για ορισμένα φάρμακα, που ισοδυναμεί με 28,34 γρ. Στην Αγγλία και στην Αμερική χρησιμοποιείται για τα κοινά εμπορεύματα και αντιστοιχεί με το 1/16 της λίβρας. Επίσης χρησιμοποιείται και ως μονάδα… … Dictionary of Greek
οὐγκίας — οὐγκίᾱς , οὐγκία uncia fem acc pl οὐγκίᾱς , οὐγκία uncia fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐγκίαι — οὐγκίᾱͅ , οὐγκία uncia fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐγκίαν — οὐγκίᾱν , οὐγκία uncia fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐγκιῶν — οὐγκία uncia fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐγκίαις — οὐγκία uncia fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
ημιουγκιαίος — ἡμιουγκιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που ζυγίζει μισή ουγκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ουγκι αίος (< ουγκιά)] … Dictionary of Greek
ημιούγκιον — ἡμιούγκιον και ἡμιούγγιον, το (Α) μισή ουγκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ουγκιον (< ουγκιά + κατάλ. ιον)] … Dictionary of Greek